Η τίγρη είναι ένα από τα μεγαλύτερα αιλουροειδή, επιβλητική, άγρια, πανέμορφη.
Σήμερα ο μεγαλύτερος πληθυσμός τους βρίσκεται στα περίχωρα της Ινδίας, ωστόσο το μακρινό της ταξίδι δεν ξεκίνησε από εκεί.
Η τίγρη κατάγεται από τη Βόρεια Σιβηρία, όπου σύμφωνα με τους παλαιοζωολόγους εμφανίστηκε στις αρχές του Πλειστοκαίνου, όταν το κλίμα ήταν ακόμα ήπιο και τα δάση πυκνοκατοικημένα από τεράστια ποικιλία οπληφόρων.
Οι κλιματικές αλλαγές της παγετωνικής περιόδου ήταν αυτές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαβίωσή τους και στις διάφορες περιοχές του πλανήτη που τις συναντάμε σήμερα.
Ταυτοχρόνως, η τίγρη εξαπλώθηκε στα νότια όταν κάποιες από αυτές πέρασαν στα Ιμαλάϊα ως τις στέπες και τις ερήμους της Κεντρικής Ασίας.
Η μία ομάδα που κατευθύνθηκε δυτικά έφτασε, τελικά, έως τα ανατολικά κράσπεδα του Καυκάσου κι από κει στην Περσία και το Αφγανιστάν, ενώ η άλλη ομάδα, στα νότια της Μαντζουρίας, ως την Κορέα, την Κίνα και την Ινδοκίνα.
Τούτη, λοιπόν, η δεύτερη διαδρομή της ήταν που την οδήγησε στην Ινδία, όπου βρήκε το κατάλληλο για εκείνη περιβάλλον.
Όλες αυτές οι μεταναστεύσεις - διαδρομές που ακολούθησε, είναι η αιτία για τις αλλαγές που υπήρξαν στην διαμόρφωση των χρωμάτων, σχεδίων και διαστάσεων που απέκτησε.
Τα είδη της τίγρης χωρίζονται σε ορισμένα υποείδη, τα οποία ξεκινούν από τα πολύ μεγάλα σε μέγεθος και πλούσια σε τρίχωμα είδη της Σιβηρίας, καταλήγοντας στα μικρά και σκουρόχρωμα του Μπαλί, της Περσίας, Μογγολίας, Ινδίας, Κίνας, Σουμάτρας και Ιάβας.
Το χρώμα τους, σε γενικές γραμμές, περιέχει μια γκάμα αποχρώσεων που περιέχει το ωχρό κρεμ στις σιβηριανές τίγρεις, το κόκκινο - κιτρινωπό σε αυτές που ζουν στα νησιά, αλλά όλες με σκούρες ασύμμετρες ραβδώσεις, εκτός από τις λευκές της Ινδίας, οι οποίες έχουν λευκό - κρεμ τρίχωμα, μαύρες ραβδώσεις και σπάνια μπλε μάτια !
Ως προς το μέγεθός τους, τα αρσενικά (που κατά κανόνα είναι πάντα μεγαλύτερα από τα θηλυκά), έχουν ύψος 0,90 μ. περίπου, μήκος που φτάνει τα 3 μέτρα και βάρος που κυμαίνεται από 225 έως 275 κιλά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μικρά τιγράκια, τα οποία όταν γεννιούνται είναι τυφλά και ανοίγουν τα ματάκια τους μετά από 14 μέρες, ενώ θηλάζουν επί 45 μέρες. Η διάρκεια κυοφορίας των θηλυκών είναι από 105 ως 112 μέρες, ενώ γεννούν από 2 ως 4 μικρά, σπανίως δε μπορεί να φτάσουν τα 6, όμως συνήθως μόνο τα δύο από αυτά επιζούν, τελικά.
Οι θηλυκές τίγρεις αποτελούν υπόδειγμα στοργικής και προστατευτικής μητέρας, αφού μόλις γεννήσουν τα μικρά τους, τα έχουν διαρκώς υπό την προστασία και την επίβλεψή τους. Φροντίζουν δε, να τα μάθουν από πολύ νωρίς να κυνηγούν μόνα τους.
Όταν γεννιούνται τα τιγράκια είναι αρκετά μικροσκοπικά σε μέγεθος, ωστόσο μόλις φτάσουν τους 6 μήνες αποκτούν το μέγεθος ενός σκύλου και στον ένα χρόνο ζωής τους έχουν ήδη το μέγεθος μιας ενήλικης λεοπάρδαλης!
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν κριθεί σκόπιμο, ο πατέρας θα τα απομακρύνει από την οικογενειακή εστία ώστε να μάθουν να επιβιώνουν μόνα τους.
Οι τίγρεις είναι αρκετά επιλεκτικές σχετικά με την τροφή τους κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ακόμα και σε εποχές που τα θηράματα είναι σπάνια, εκείνες θα πασχίσουν να βρουν τροφή που να πλησιάζει περισσότερο στις προτιμήσεις τους.
Τρέφονται συνήθως με θηλυκές αντιλόπες (μαζί με τα μικρά τους), ελαφίδες, αγριόχοιρους, βατράχια, διάφορα τρωκτικά, σαύρες, ψάρια και όταν χρειαστεί θα δοκιμάσουν την ανθρώπινη σάρκα.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν και κάποια ζώα που οι τίγρεις αποφεύγουν συστηματικά, καθώς γνωρίζουν πως δεν θα ήταν φρόνιμο να τα βάλουν μαζί τους κι ένα από αυτά είναι οι ελέφαντες, όπως και οι καμηλοπαρδάλεις.
Μια τίγρη ακολουθεί ένα συγκεκριμένο "πλάνο" όταν πρόκειται να βγει για κυνήγι, το οποίο γίνεται πάντα μέσα στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας.
Χρησιμοποιεί πάντα την ακοή της για να ξεχωρίσει το υποψήφιο θύμα της. Κρύβεται καλά και σέρνεται αθόρυβα για να το πλησιάσει. Όταν πλέον το έχει πλησιάσει αρκετά, τότε ορμά καταπάνω του με απίστευτη ταχύτητα και δύναμη. Το κρατά με τα πόδια, δαγκώνοντάς το ταυτόχρονα στον λαιμό ή τον αυχένα όπου επέρχεται ακαριαίος θάνατος.
Οι θηλυκές τίγρεις φημίζονται για την ιδιαίτερα έντονη σεξουαλική συμπεριφορά τους, καθώς όταν πρόκειται να ζευγαρώσουν μεταμορφώνονται από άγριες και απρόσιτες, σε εξαιρετικά προσιτές και χαδιάρες, υποταγμένες πλήρως στο σύντροφό τους.
Όταν καταλαμβάνονται από οργασμό προσπαθούν να ξεχωρίσουν με την όσφρηση τα ίχνη των ούρων που αφήνει ο αρσενικός κάτοχος της περιοχής (τα αρσενικά συνηθίζουν να "μαρκάρουν" τα δέντρα με τα ούρα τους σαν ένδειξη υπεροχής και ερωτισμού). Το ζευγάρωμα του θηλυκού με το αρσενικό είναι πάντα πολύ θορυβώδες, ενώ μένουν μαζί από μερικές εβδομάδες μέχρι μερικούς μήνες.
Παρά τη μοναχικότητα που χαρακτηρίζει αυτά τα πανέμορφα ζώα, οι τίγρεις δεν είναι αντικοινωνικές.
Σίγουρα επιλέγουν κυνηγούν ατομικά και όχι όλες μαζί, να απομονώνονται σε σκιερά κι απόμερα μέρη, ανάμεσα στα χόρτα και τα φυλλώματα, κάτι που τους επιτρέπει να μην γίνονται αντιληπτές από τα υποψήφια θύματά τους κι έτσι να πετυχαίνουν καλύτερα το στόχο τους.
Ωστόσο, η συμπεριφορά τους δε συνάδει πάντα με την αγριότητα της φύσης τους, τη στιγμή που δείχνουν μια επιφυλακτικότητα, ακόμη και δειλία, όταν κρύβονται στα πιο πυκνά δάση, επιλέγοντας να επιτεθούν πισώπλατα στην λεία τους, χωρίς να ρισκάρουν μια απευθείας οπτική επαφή.
Κι όλα αυτά, πάντα στη διάρκεια δύσης του ήλιου, σιωπηλή και μόνη να κυνηγά μέσα στο πυκνό σκοτάδι.
Όταν σκοτώσει το θήραμα, το μεταφέρει πρώτα σε ένα καλά προστατευμένο μέρος, όπου εκεί αρχίζει να το τρώει, ξεκινώντας από το οπίσθιο μέρος του σκοτωμένου ζώου.
Παρ' όλα αυτά, το γεύμα της δεν ολοκληρώνεται πάντα σε ένα μόνο βράδυ, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο για να επιστρέψει το επόμενο βράδυ και να το αποτελειώσει.
Στη συνέχεια κι αφού είναι χορτασμένη, θα πάει να κουρνιάσει σε ένα μέρος που δεν θα είναι ορατή από κανέναν, με τη μόνη προϋπόθεση να υπάρχει εκεί κοντά κάποια πηγή με νερό, ώστε να μπορεί να ξεδιψάσει ή να κάνει ένα μπάνιο. Εξάλλου, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι οι άριστες ικανότητες που έχει η τίγρη στο κολύμπι!
Η προφύλαξη στις κινήσεις, οι μοναχικές συνήθειες και η σιωπηλή της φύση, επιτρέπουν στην τίγρη να ζει και σε πυκνοκατοικημένες ζώνες, με τον όρο ότι δεν θα καταστραφούν τα δάση που αποτελούν το μόνιμο καταφύγιο για εκείνη.
Ο Δρ. Σάλερ που μελέτησε πολύ τις κινήσεις των τίγρεων σε έναν εθνικό ινδικό δρυμό, διαπίστωσε ότι κινούνται αρκετά και κατά τη διάρκεια της ημέρας και μάλιστα πολύ περισσότερο από όσο πιστεύεται. Πρόσεξε, επίσης, καταρρίπτοντας έτσι έναν ακόμη "μύθο", πως δυο διαφορετικές οικογένειες με τα μικρά τους μοιράζονταν το ίδιο φαγητό δίχως να τσακώνονται ή να δείχνουν τάσεις επιθετικότητας. Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι μία από αυτές τις φορές πήρε μέρος στο γεύμα και το κυρίαρχο αρσενικό, το οποίο όμως περίμενε πρώτα να τελειώσουν τα θηλυκά και τα μικρά τους, για να πλησιάσει κι αυτός μετά και να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει από το φαγητό!
Τελικά, ό,τι και να πούμε γι' αυτά τα πανέμορφα πλην δυσπρόσιτα ζώα θα είναι πολύ λίγο.
Το πιο σημαντικό που οφείλουμε να γνωρίζουμε, είναι ότι το παράνομο κυνήγι τους συνεχίζει να υφίσταται, όμως το ίδιο και οι έντονες προσπάθειες για τη διάσωση τους από τους ειδικούς και τα φιλοζωϊκά σωματεία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι όσο υπάρχει αυτό το έντονο ενδιαφέρον απ' αυτούς τους ανθρώπους, τόσο θα μπορούμε να λέμε ότι τίποτα δεν τέλειωσε, ακόμη.
Σήμερα ο μεγαλύτερος πληθυσμός τους βρίσκεται στα περίχωρα της Ινδίας, ωστόσο το μακρινό της ταξίδι δεν ξεκίνησε από εκεί.
Η τίγρη κατάγεται από τη Βόρεια Σιβηρία, όπου σύμφωνα με τους παλαιοζωολόγους εμφανίστηκε στις αρχές του Πλειστοκαίνου, όταν το κλίμα ήταν ακόμα ήπιο και τα δάση πυκνοκατοικημένα από τεράστια ποικιλία οπληφόρων.
Οι κλιματικές αλλαγές της παγετωνικής περιόδου ήταν αυτές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαβίωσή τους και στις διάφορες περιοχές του πλανήτη που τις συναντάμε σήμερα.
Ταυτοχρόνως, η τίγρη εξαπλώθηκε στα νότια όταν κάποιες από αυτές πέρασαν στα Ιμαλάϊα ως τις στέπες και τις ερήμους της Κεντρικής Ασίας.
Η μία ομάδα που κατευθύνθηκε δυτικά έφτασε, τελικά, έως τα ανατολικά κράσπεδα του Καυκάσου κι από κει στην Περσία και το Αφγανιστάν, ενώ η άλλη ομάδα, στα νότια της Μαντζουρίας, ως την Κορέα, την Κίνα και την Ινδοκίνα.
Τούτη, λοιπόν, η δεύτερη διαδρομή της ήταν που την οδήγησε στην Ινδία, όπου βρήκε το κατάλληλο για εκείνη περιβάλλον.
Όλες αυτές οι μεταναστεύσεις - διαδρομές που ακολούθησε, είναι η αιτία για τις αλλαγές που υπήρξαν στην διαμόρφωση των χρωμάτων, σχεδίων και διαστάσεων που απέκτησε.
Τα είδη της τίγρης χωρίζονται σε ορισμένα υποείδη, τα οποία ξεκινούν από τα πολύ μεγάλα σε μέγεθος και πλούσια σε τρίχωμα είδη της Σιβηρίας, καταλήγοντας στα μικρά και σκουρόχρωμα του Μπαλί, της Περσίας, Μογγολίας, Ινδίας, Κίνας, Σουμάτρας και Ιάβας.
Το χρώμα τους, σε γενικές γραμμές, περιέχει μια γκάμα αποχρώσεων που περιέχει το ωχρό κρεμ στις σιβηριανές τίγρεις, το κόκκινο - κιτρινωπό σε αυτές που ζουν στα νησιά, αλλά όλες με σκούρες ασύμμετρες ραβδώσεις, εκτός από τις λευκές της Ινδίας, οι οποίες έχουν λευκό - κρεμ τρίχωμα, μαύρες ραβδώσεις και σπάνια μπλε μάτια !
Ως προς το μέγεθός τους, τα αρσενικά (που κατά κανόνα είναι πάντα μεγαλύτερα από τα θηλυκά), έχουν ύψος 0,90 μ. περίπου, μήκος που φτάνει τα 3 μέτρα και βάρος που κυμαίνεται από 225 έως 275 κιλά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μικρά τιγράκια, τα οποία όταν γεννιούνται είναι τυφλά και ανοίγουν τα ματάκια τους μετά από 14 μέρες, ενώ θηλάζουν επί 45 μέρες. Η διάρκεια κυοφορίας των θηλυκών είναι από 105 ως 112 μέρες, ενώ γεννούν από 2 ως 4 μικρά, σπανίως δε μπορεί να φτάσουν τα 6, όμως συνήθως μόνο τα δύο από αυτά επιζούν, τελικά.
Οι θηλυκές τίγρεις αποτελούν υπόδειγμα στοργικής και προστατευτικής μητέρας, αφού μόλις γεννήσουν τα μικρά τους, τα έχουν διαρκώς υπό την προστασία και την επίβλεψή τους. Φροντίζουν δε, να τα μάθουν από πολύ νωρίς να κυνηγούν μόνα τους.
Όταν γεννιούνται τα τιγράκια είναι αρκετά μικροσκοπικά σε μέγεθος, ωστόσο μόλις φτάσουν τους 6 μήνες αποκτούν το μέγεθος ενός σκύλου και στον ένα χρόνο ζωής τους έχουν ήδη το μέγεθος μιας ενήλικης λεοπάρδαλης!
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν κριθεί σκόπιμο, ο πατέρας θα τα απομακρύνει από την οικογενειακή εστία ώστε να μάθουν να επιβιώνουν μόνα τους.
Οι τίγρεις είναι αρκετά επιλεκτικές σχετικά με την τροφή τους κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ακόμα και σε εποχές που τα θηράματα είναι σπάνια, εκείνες θα πασχίσουν να βρουν τροφή που να πλησιάζει περισσότερο στις προτιμήσεις τους.
Τρέφονται συνήθως με θηλυκές αντιλόπες (μαζί με τα μικρά τους), ελαφίδες, αγριόχοιρους, βατράχια, διάφορα τρωκτικά, σαύρες, ψάρια και όταν χρειαστεί θα δοκιμάσουν την ανθρώπινη σάρκα.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν και κάποια ζώα που οι τίγρεις αποφεύγουν συστηματικά, καθώς γνωρίζουν πως δεν θα ήταν φρόνιμο να τα βάλουν μαζί τους κι ένα από αυτά είναι οι ελέφαντες, όπως και οι καμηλοπαρδάλεις.
Μια τίγρη ακολουθεί ένα συγκεκριμένο "πλάνο" όταν πρόκειται να βγει για κυνήγι, το οποίο γίνεται πάντα μέσα στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας.
Χρησιμοποιεί πάντα την ακοή της για να ξεχωρίσει το υποψήφιο θύμα της. Κρύβεται καλά και σέρνεται αθόρυβα για να το πλησιάσει. Όταν πλέον το έχει πλησιάσει αρκετά, τότε ορμά καταπάνω του με απίστευτη ταχύτητα και δύναμη. Το κρατά με τα πόδια, δαγκώνοντάς το ταυτόχρονα στον λαιμό ή τον αυχένα όπου επέρχεται ακαριαίος θάνατος.
Οι θηλυκές τίγρεις φημίζονται για την ιδιαίτερα έντονη σεξουαλική συμπεριφορά τους, καθώς όταν πρόκειται να ζευγαρώσουν μεταμορφώνονται από άγριες και απρόσιτες, σε εξαιρετικά προσιτές και χαδιάρες, υποταγμένες πλήρως στο σύντροφό τους.
Όταν καταλαμβάνονται από οργασμό προσπαθούν να ξεχωρίσουν με την όσφρηση τα ίχνη των ούρων που αφήνει ο αρσενικός κάτοχος της περιοχής (τα αρσενικά συνηθίζουν να "μαρκάρουν" τα δέντρα με τα ούρα τους σαν ένδειξη υπεροχής και ερωτισμού). Το ζευγάρωμα του θηλυκού με το αρσενικό είναι πάντα πολύ θορυβώδες, ενώ μένουν μαζί από μερικές εβδομάδες μέχρι μερικούς μήνες.
Παρά τη μοναχικότητα που χαρακτηρίζει αυτά τα πανέμορφα ζώα, οι τίγρεις δεν είναι αντικοινωνικές.
Σίγουρα επιλέγουν κυνηγούν ατομικά και όχι όλες μαζί, να απομονώνονται σε σκιερά κι απόμερα μέρη, ανάμεσα στα χόρτα και τα φυλλώματα, κάτι που τους επιτρέπει να μην γίνονται αντιληπτές από τα υποψήφια θύματά τους κι έτσι να πετυχαίνουν καλύτερα το στόχο τους.
Ωστόσο, η συμπεριφορά τους δε συνάδει πάντα με την αγριότητα της φύσης τους, τη στιγμή που δείχνουν μια επιφυλακτικότητα, ακόμη και δειλία, όταν κρύβονται στα πιο πυκνά δάση, επιλέγοντας να επιτεθούν πισώπλατα στην λεία τους, χωρίς να ρισκάρουν μια απευθείας οπτική επαφή.
Κι όλα αυτά, πάντα στη διάρκεια δύσης του ήλιου, σιωπηλή και μόνη να κυνηγά μέσα στο πυκνό σκοτάδι.
Όταν σκοτώσει το θήραμα, το μεταφέρει πρώτα σε ένα καλά προστατευμένο μέρος, όπου εκεί αρχίζει να το τρώει, ξεκινώντας από το οπίσθιο μέρος του σκοτωμένου ζώου.
Παρ' όλα αυτά, το γεύμα της δεν ολοκληρώνεται πάντα σε ένα μόνο βράδυ, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο για να επιστρέψει το επόμενο βράδυ και να το αποτελειώσει.
Στη συνέχεια κι αφού είναι χορτασμένη, θα πάει να κουρνιάσει σε ένα μέρος που δεν θα είναι ορατή από κανέναν, με τη μόνη προϋπόθεση να υπάρχει εκεί κοντά κάποια πηγή με νερό, ώστε να μπορεί να ξεδιψάσει ή να κάνει ένα μπάνιο. Εξάλλου, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι οι άριστες ικανότητες που έχει η τίγρη στο κολύμπι!
Η προφύλαξη στις κινήσεις, οι μοναχικές συνήθειες και η σιωπηλή της φύση, επιτρέπουν στην τίγρη να ζει και σε πυκνοκατοικημένες ζώνες, με τον όρο ότι δεν θα καταστραφούν τα δάση που αποτελούν το μόνιμο καταφύγιο για εκείνη.
Ο Δρ. Σάλερ που μελέτησε πολύ τις κινήσεις των τίγρεων σε έναν εθνικό ινδικό δρυμό, διαπίστωσε ότι κινούνται αρκετά και κατά τη διάρκεια της ημέρας και μάλιστα πολύ περισσότερο από όσο πιστεύεται. Πρόσεξε, επίσης, καταρρίπτοντας έτσι έναν ακόμη "μύθο", πως δυο διαφορετικές οικογένειες με τα μικρά τους μοιράζονταν το ίδιο φαγητό δίχως να τσακώνονται ή να δείχνουν τάσεις επιθετικότητας. Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι μία από αυτές τις φορές πήρε μέρος στο γεύμα και το κυρίαρχο αρσενικό, το οποίο όμως περίμενε πρώτα να τελειώσουν τα θηλυκά και τα μικρά τους, για να πλησιάσει κι αυτός μετά και να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει από το φαγητό!
Τελικά, ό,τι και να πούμε γι' αυτά τα πανέμορφα πλην δυσπρόσιτα ζώα θα είναι πολύ λίγο.
Το πιο σημαντικό που οφείλουμε να γνωρίζουμε, είναι ότι το παράνομο κυνήγι τους συνεχίζει να υφίσταται, όμως το ίδιο και οι έντονες προσπάθειες για τη διάσωση τους από τους ειδικούς και τα φιλοζωϊκά σωματεία, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι όσο υπάρχει αυτό το έντονο ενδιαφέρον απ' αυτούς τους ανθρώπους, τόσο θα μπορούμε να λέμε ότι τίποτα δεν τέλειωσε, ακόμη.